- κωλυσιδρομία
- ηδρόμος μετ' εμποδίων, φυσικών ή τεχνητών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -δρομία (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. παγο-δρομία, σκυταλο-δρομία. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek